- ἀπνεύμονα
- ἀπνεύμωνwithout breathneut nom/voc/acc plἀπνεύμωνwithout breathmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απνεύμονα — Ομάδα κοιλεντερωτών αμφιβίων ζώων της οικογένειας των ολοθουρίων, που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη πνευμόνων. Όλα τα α. είναι ερμαφρόδιτα. Τα ζώα αυτά δεν έχουν πνεύμονες και αναπνέουν μόνο μέσω του δέρματός τους … Dictionary of Greek